Λυκιάρχισσα

Λυκιάρχισσα
Λῠκι-άρχισσα, , fem. of Λυκιάρχης, ib.189a2 (ibid.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Λυκιάρχης — Λυκιάρχης, ὁ, θηλ. Λυκιάρχισσα (Α) αυτός που είχε το ανώτατο πολιτικό αξίωμα στη Λυκία, ο ανώτατος άρχων τού κοινού τών Λυκίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λυκία + άρχης (< άρχω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”